- μυοσόβη
- μῠο-σόβη, ἡ,A = μυιοσόβη (q. v.), IG11(2).287 B71 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos442B33 (ibid., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυοσόβη — μυοσόβη, ἡ (Α) βλ. μυισόβη … Dictionary of Greek
μυιοσόβη — η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη) δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι αρχ. μτφ. μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek